- τιμάριθμος
- οο μέσος όρος τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών σε ορισμένη εποχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ναυλάριθμος — και ναυλοτιμάριθμος, ο ναυτ. δείκτης που καταρτίζεται από αρχές, οργανισμούς ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αφορά την εξέλιξη τών ναύλων με βάση ένα συγκεκριμένο έτος, το οποίο χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 100. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αριθμός /… … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμαριθμικός — ή, ό, Ν [τιμάριθμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο 2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή» (οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την… … Dictionary of Greek
τιμαριθμοποίηση — η, Ν (οικον.) η προσαρμογή διαφόρων οικονομικών μεγεθών στον τιμάριθμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριθμος + ποιώ] … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek